«Κι εγώ γυρίζω σήμερα στον τόπο μου…». Ύστερα, μελαγχολικά:
«Είναι πολύ πιο μακριά… είναι πολύ πιο δύσκολο…». Ένιωθα πως συνέβαινε κάτι παράξενο και ασυνήθιστο. Τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου όπως ένα μικρό παιδάκι και όμως μου φαινόταν πως κατρακυλούσε κατακόρυφα σε μια άβυσσο χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα για να τον κρατήσω…
Το βλέμμα του ήταν σοβαρό, χαμένο μακριά:
«Έχω το αρνάκι σου. Και έχω και το κουτί για το αρνάκι. Κι έχω και το φίμωτρο…»
Και χαμογέλασε μελαγχολικά.
Περίμενα αρκετά. Ένιωθα πως συνερχόταν λίγο - λίγο:
«Μικρέ, φοβήθηκες…»
Και βέβαια είχε φοβηθεί! Μα χαμογέλασε γλυκά:
«Θα φοβηθώ πολύ περισσότερο απόψε…». Πάλι ένιωσα να παγώνω απ’ το αίσθημα του ανεπανόρθωτου. Και κατάλαβα πως δεν άντεχα την ιδέα ότι δεν θα άκουγα ποτέ πια αυτό το γέλιο. Ήταν για μένα σαν μια πηγή μέσα στην έρημο.
«Μικρέ, θέλω να σε ακούσω να γελάς πάλι…»…
«Θα βλέπεις τη νύχτα τα αστέρια. Το δικό μου είναι πολύ μικρό για να σου δείξω πού βρίσκεται. Είναι καλύτερα έτσι. Το αστέρι μου θα είναι για σένα ένα απ’ όλα τα αστέρια. Έτσι, θα σου αρέσει να τα κοιτάζεις όλα… Θα γίνουν όλα φίλοι σου…»
«Όταν θα κοιτάζεις τον ουρανό, τη νύχτα, αφού θα κατοικώ σ’ ένα από αυτά, αφού θα γελώ σ’ ένα από αυτά, θα είναι τότε για σένα σαν να γελάνε όλα τα αστέρια. Εσύ θα έχεις αστέρια που θα ξέρουν να γελούν!»
Και γέλασε πάλι.
«Και όταν θα παρηγορηθείς (πάντα παρηγορείται κανείς), θα είσαι ευχαριστημένος που με έχεις γνωρίσει. Θα είσαι πάντοτε φίλος μου. Θα σου έρχεται να γελάσεις μαζί μου. Και θα ανοίγεις καμιά φορά το παράθυρό σου, έτσι, για ευχαρίστηση… Και οι φίλοι σου θα παραξενευτούν βλέποντας εσένα να γελάς κοιτάζοντας τον ουρανό. Τότε θα τους πεις: ναι, τα αστέρια με κάνουν πάντα να γελάω! Και θα σε περάσουν για τρελό. Θα σου έχω σκαρφιστεί έτσι μια άσχημη βρομοδουλειά…»
Και γέλασε πάλι…» [1]
«…Άμα πεινάς το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι η αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι κάτι σαν φωτιά. Μα είναι; Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα, άλλος σαν δοξαριά. Τι είναι τέλος πάντων… Κι αν, πάλι, αγάπη είναι κάτι που το λένε «αγάπη», είναι αυτό η αγάπη; Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά; Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ’ ένα έρημο δάσος… Αν δεν τ’ ακούσει κανείς.. είναι κελάηδημα; Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού; Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ’ αυτό και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι’ αγάπη!… Τα μωρά ξέρουν περισσότερα. [2] Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; Είμαι εγώ». Τρελαίνεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα». Ένας βαρκάρης θ’ αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελο του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη. Μα είναι; Ποιος να του το πει; Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις. Σε καίει… Σε λιώνει… Εσύ το βλέπεις. Κι αντί να βάλεις τα κλάματα, το ρίχνεις στο τραγούδι. Είσαι μεθυσμένος και δεν έχεις πιει ούτε στάλα! Αυτό το «πράμα» πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακκούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει. Μην το λες πουθενά. Άστο να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ’ όνομά της. Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις… Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες… θα ‘χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι και άσκημος. Θα ‘χεις φρικτά ασκημίσει. Αλήθεια… αυτό είναι η αγάπη; Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει…».
Μεγάλη Εβδομάδα. Θέλω κάτι να γράψω και δεν τα καταφέρνω εύκολα. Θέλω τόσα πολλά να πω, αλλά τελικά έρχονται όλα στο μυαλό σαν χείμαρρος και δεν μπορείς να γράψεις ούτε μια λέξη. Αλήθεια τι σημασία έχουν κάποιες σειρές με άσκοπα λόγια. Τα λόγια φεύγουν, σκορπούν και χάνονται. Ίσως αν προλάβεις και πεις περισσότερα, αν προλάβεις και τα γράψεις κάπου, στο άκουσμά τους θα θυμούνται, χρόνια πολλά μετά, τα λόγια και όχι εσένα.
Όσο όμορφος ή άσχημος είναι αυτός ο κόσμος, όπως τον βλέπει ο καθένας, ο αποχαιρετισμός είναι δύσκολος. Και είναι ακόμα δυσκολότερος, όταν αλλάζει η σειρά και όλα γίνονται ξαφνικά. Γιατί αυτά τα πράγματα πάντα ξαφνικά γίνονται και μένεις αναπάντεχα μόνος σου μέσα στο πλήθος να αναρωτιέσαι, γιατί; Και δεν ξέρεις για ποιόν τελικά είναι το γιατί, για εσένα ή για αυτόν που έφυγε. Τελικά καταλαβαίνεις ότι τον είχες ανάγκη και ήταν ένας ακόμα βασικός λόγος που υπάρχεις. Αυτό συμβαίνει πάντα, επειδή τα χρόνια δεν έχουν σημασία. Είναι ένα κομμάτι από το σώμα σου που χάνεις, από τα πολλά της ψυχής σου που θα σου λείψουν κάποτε. Και θυμάσαι στιγμές ανάμικτες, καλές και δύσκολες και βρίσκεις πως οι δύσκολες τελικά είναι χαραγμένες στο μυαλό σου περισσότερο από τις καλές, τις εύκολες.
Κάπου διάβασα, πότε φεύγει ένας γονιός πρόωρα. Όταν φύγει πρώτα το παιδί του. Έχει μπει ήδη στο ίδιο μονοπάτι και πάει να το συναντήσει. Νοιώθει ότι δεν ανήκει πια εδώ, δεν θέλει να είναι πια εδώ, δεν έχει λόγο να είναι πια εδώ.
Όταν ο χρόνος θα περάσει, όταν τα ροζ σύννεφα των αναμνήσεων θα κρύψουν τις δύσκολες στιγμές στα πια βαθιά ντουλάπια της ψυχής σου, θα μείνουν μόνο οι όμορφες αναμνήσεις και ένας πόνος γλυκός, επειδή θα ξέρεις ότι είναι κάπου εκεί και σε βλέπει και γελάει μαζί σου και θέλει να είσαι χαρούμενος γιατί κι’ αυτός είναι χαρούμενος εκεί που είναι. Ο μικρός πρίγκιπας είναι πια στο δικό του αστεράκι, και αν δεις προσεκτικά μια νύχτα με ξαστεριά κάπου εκεί βαθιά στον ουρανό, θα δεις ένα τόσο δα μικρό αστέρι, σαν παιδικό χαμόγελο να σε κοιτάει. Είναι το δικό σου αστεράκι που κάποτε θα συναντήσεις ξανά, έτσι όμορφο όπως ήταν πάντα και θα χαμογελάει όπως τότε.
Ένα είναι σίγουρο, ότι θέλει να βρει μια ζεστή χαμογελαστή γωνιά μέσα στην ψυχή σου για να φωλιάσει, επειδή απ’ αυτή δεν θα φύγει ποτέ. Και θα μετράει και αυτό μαζί σου τα εκατομμύρια μικρά αστεράκια που είναι εκεί επάνω, ενώ θα αναρωτιέσαι τι είναι η αγάπη. Είναι αυτό που νοιώθεις τώρα, είναι αυτό που σου λείπει τόσο πολύ και όμως το έχεις και το ξέρεις, επειδή είναι μέσα σου.
Στο Πάσχα το δικό μας, υπάρχει η λύτρωση. Μετά το Θείο Πάθος, η ακολουθία των γενεών αποκαθίσταται και έρχεται η Ανάσταση. Η ακολουθία της ζωής αποκαθίσταται και η Χριστιανοσύνη γιορτάζει το μεγάλο γεγονός. Επειδή ποτέ κανείς δεν θα ήθελε το παιδί να προηγείται στον θάνατο από τον γονιό και επειδή το τέλος φαντάζει σαν ένα κενό απλώς, που θα καλυφθεί. Η Χριστιανική Θρησκεία προσδοκά Ανάσταση νεκρών και ουσιαστικά επανασύνδεση όλων αυτών που περάσανε και αγαπηθήκανε και ο θάνατος τους χώρισε. Ίσως να είναι και έτσι και η θλίψη της απώλειας να χαθεί μια για πάντα. Καλή Ανάσταση σε όλους.
[1] Ο Antoine de Saint Exupery (1900-1944). Θεωρείται ως ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της Γαλλίας. Χαρακτηριστικά στοιχεία της ζωής του υπήρξαν ο έρωτας, η Λογοτεχνία και η αεροπλοΐα στην οποία αφοσιώθηκε το 1921 όταν υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Αεροπορία. Μόλις το 2003 βρέθηκαν τα συντρίμμια του αεροπλάνου του στον βυθό της θάλασσας….
[2] Απόσπασμα από το βιβλίο «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη